γεννήσω

γεννήσω
γεννάω
beget
aor subj act 1st sg (attic ionic)
γεννάω
beget
fut ind act 1st sg (attic ionic)
γεννάω
beget
aor ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιγεννώ — ἀντιγεννῶ ( άω) (Α) 1. γεννώ αυτόν που με γέννησε («ἀντιγεννῆσαι γὰρ οὐχ οἷόν τε τούτους» δεν θά ταν δυνατόν να γεννήσω εγώ αυτούς που με γέννησαν) 2. γεννώ, παρουσιάζω κι εγώ …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”